λευκερωδιος

λευκερωδιος
    λευκερωδιός
    λευκ-ερωδιός
    ὅ белая цапля Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λευκερωδιος" в других словарях:

  • λευκερωδιός — λευκερωδιός, ὁ (Α) το ελόβιο πτηνό λευκός ερωδιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρωδιός] …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»